Η Εκκλησία της Γνώσης προσφέρει σε εκείνους που αισθάνονται την ανάγκη της μύησης, εκκλησιαστικές και εσωτερικές καθιερώσεις που προκύπτουν από τις πολλαπλές γραμμές της Αποστολικής διαδοχής και από τα διάφορα Παραδοσιακά Μυητικά ρεύματα που νομίμως συγχωνεύθηκαν στην Ιεραρχία της, έτσι ώστε στη Δύση να είναι το μοναδικό εσωτεριστικό πλαίσιο που προσφέρει μια μύηση ιερατική, αποσπασμένη από οποιαδήποτε ομολογία.
Στην Ροδοσταυρική Εκκλησία Αρχαίου και Γνωστικού Τύπου (Ekklesia R+C Ritus Antiqui et Gnostici) μπορούν να χειροτονηθούν και Ιέρειες. Και στην περίπτωση αυτή (της Ιέρειας) ισχύει το γεγονός ότι ο Ναός είναι το δεκτικό-θηλυκό στοιχείο και ο/η Ιερέας/εια το αρσενικό στοιχείο. Η Γυναίκα Ιέρεια δεν αναλαμβάνει κάποιο χαρακτηριστικό που δεν κατέχει καθότι «αναγνωρίζει» στην ύπαρξή της το τμήμα που της λείπει και το οποίο της ανήκει στο θείο επίπεδο, αναγνωρίζοντάς το στο ανδρικό μέρος του κόσμου. Είναι κάτι παρόμοιο με τον άνδρα Ιερέα ο οποίος βρίσκει και αναγνωρίζει το θηλυκό του μέρος όταν σηκώνει τα χέρια του ψηλά σε σχήμα κυπέλου υποδοχέα το οποίο είναι καθαρά σύμβολο θηλυκό. Το σημαντικό είναι ότι κατά την κρίσιμη μαγική και ανέγγιχτη στιγμή εκτέλεσης του Τύπου ευχαριστίας, ο Ιερέας και η Ιέρεια δεν λειτουργούν ως είδος αλλά ως μοναδική και οντολογική θεότητα. Ο Μελχισεδέκ, ο Βασιλιάς της Σαλήμ, ο πρωταρχικός μας Ιερέας δεν είχε φύλο, ακριβώς όπως ο πρώτος Αδάμ.
Χρησιμοποιούμε τον όρο «Εκκλησία» με την Ελληνική της έννοια δηλαδή ως Συνέλευση. Είναι δε ισοδύναμη με τον αραβικό όρο «Quhal», που υποδηλώνει την συγκέντρωση σε ενιαίο σώμα. Ορίσθηκε και από τον Ιησού με τη φράση του: «όπου υπάρχουν δύο ή επιπλέον πρόσωπα που συγκεντρώνονται στο όνομά μου, ανάμεσά τους είμαι κι εγώ». Αξίωμα της Εκκλησίας είναι να λειτουργεί ως Κοινότητα, έτσι ώστε η συνέλευση να παραμείνει ένα δυναμικό Εγρηγορός, φυλασσόμενο λειτουργικά από τους Υπουργούς του, σε αναμονή του επαναπροσδιορισμού του από την Συνέλευση. Για να εγγυηθεί η λειτουργική του ικανότητα το Εγρηγορός επωφελείται μίας αλύσου ψυχών οι οποίες οικοδομούν, διά του πνευματικού τους καθεστώτος, τον δίαυλο ακτινοβολίας θεϊκών δυνάμεων.
Η συμμετοχή στη Εκκλησία, περιορίζεται συνεπώς σε μέλη επιλεγμένα και δεν ανοίγει σε ετερογενές κοινό. Πρακτικά η Εκκλησία της Γνώσης συντίθεται όχι μόνον από Μυημένους, χειροτονημένους και καθιερωμένους αλλά και για όλους όσους επιθυμούν την επανένταξη του ανθρώπου, ή την αιώνια Γνώση, διότι όλα της τα μέλη συμμετέχουν στην επικοινωνία με τους ανώτερους κόσμους, διαμέσου των θεουργικών πράξεων (εξορκισμοί, βαπτίσματα και πνευματικές ενώσεις).
Όταν χρησιμοποιούμε τους όρους Γνώση και Γνωστικισμός δεν αναφερόμαστε σε κάτι το αφηρημένο και ξένο προς τη ζωή μας.
Ως Γνώση θεωρούμε την βιωματική και ενσυνείδητη πληροφόρηση του εαυτού και του πεπρωμένου, έξω από κάθε συγκεκριμένη προδιαγραφή, έξω από όλες τις συγκρούσεις.
Ως Γνωστικισμό θεωρούμε εκείνη την ιδιαίτερη ψυχική συμπεριφορά που τείνει να μεταφράσει τη Γνώση σε μια εμπειρία ζωής, ως τρόπο πραγματοποίησης της ανθρώπινης ενότητας.
Όσον αφορά τους Γνωστικούς των πρώτων αιώνων της εποχής μας υπάρχουν διάφορες αντίθετες μεταξύ τους απόψεις. Απόψεις περί ασκητών ή διεφθαρμένων, αλλά όσο μας αφορά απορρίπτουμε τις κατηγοριοποιήσεις και την ετικετοποίηση. Σύμφωνα με την δική μας προσέγγιση πρόκειται για μία ιδιαίτερη έκφραση της Γνώσης, η οποία ισχύει για εκείνους, ενώ για μας μόνον μερικώς.